- τσινκουετσέντο
- το, Νάκλ. (ξεν.) η κατά τον 16ο αιώνα περίοδος τής ιταλικής φιλολογίας και τέχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cinquecento «πεντακόσια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καβαλούτσι, Αντόνιο — (Antonio Cavallucci, Σερμονέτα 1752 – Ρώμη 1795). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Σ. Πότσι. Επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία των Μενγκς και Μπατόνι και ιδιαίτερα από τη βενετσιάνικη ζωγραφική του Τσινκουετσέντο (όπως ονομάζεται η ιταλική τέχνη… … Dictionary of Greek
Καντόνε ή Καντόνι, Σιμόνε — (Simone Cantone ή Cantoni, 1736 – 1818). Ιταλός αρχιτέκτονας. Στα έργα του είναι φανερή η επίδραση του γαλλικού κλασικισμού και του ιταλικού τσινκουετσέντο (ιταλική τέχνη του 16ου αι.), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανοικοδόμηση των ανακτόρων… … Dictionary of Greek